Είναι φορές που ξεχνώ την απουσία.
Και θαρρώ πως σε βλέπω πάλι.
Με λευκή φανέλα στο γαλάζιο φόντο της απέραντης θάλασσας και των ψηλών λόφων.
Κάπου ανάμεσα στο Κόλεκτο και το Κακόν Όρος -που κακό ποτέ δεν ήταν-.
Στην πλαστική καρέκλα να μετράς θύματα
-μωσαικό στη σίτα από φτερά-
μύγες που βρήκαν το τέλος με μια βροντερή χεριά και ένα αναθεμάτισμα.
Σαν να ξεχνώ. Σαν να μην θέλω να θυμούμαι.
Κι ακούω ακόμα μια φυσαρμόνικα να παίζει τον πιο γνώριμο σκοπό.
Πόσα σημεία είδα και είπα πως έχουν κάτι από εσένα.
Κι απορούσαν κάποιοι που σε βλέπω παντού.
Σε λίγα γράμματα, σε δυό μουρέλα και μια χούφτα νότες.
Στη μυρωδιά του θυμαριού, στον ήχο του νερού που κυλά στον καταπώτη.
Στην βρύση της πλατείας και στα στενά του Κάραβου.
Στους ψαλμούς που ηχούν απ'τον Αφέντη και στις καφέ παντόφλες.
Θυμισές γνωστές μόνο σε λίγους μα είναι αβάσταχτες μαχαιριές.
Μα τούτο τον τόπο τον λάτρεψα γιατί βάδισες σ' αυτόν.
Με έκανες εσύ να αγαπήσω.
Μα αντίο δεν λέω. Και δεν θα πω.
Αντίο λές και λησμονάς.
Αντίο λες και φεύγεις.
Μα εσύ εδώ παντοτινά θα τριγυρνάς.
Θα κάθεσαι σιμά στη βρύση.
Θα χορεύεις πεντοζάλη με περίσσια λεβεντία.
Και θα δακρύζεις για να μην αποκαλύψεις την αγνή σου καρδιά.
Αντίο λένε και ξεχνούν.
Μα εγώ σε κουβαλάω.
Πάνω στο μπέτι ζωγραφιά
και γι' άστρα σου μιλάω.
Καλή αντάμωση θα πω και ξανά μαζί σου θα ρθω.
Θα ρθω να μάθω νέα σου και να σε σφίξω στην αγκαλιά μου.
Και θαρρώ πως σε βλέπω πάλι.
Με λευκή φανέλα στο γαλάζιο φόντο της απέραντης θάλασσας και των ψηλών λόφων.
Κάπου ανάμεσα στο Κόλεκτο και το Κακόν Όρος -που κακό ποτέ δεν ήταν-.
Στην πλαστική καρέκλα να μετράς θύματα
-μωσαικό στη σίτα από φτερά-
μύγες που βρήκαν το τέλος με μια βροντερή χεριά και ένα αναθεμάτισμα.
Σαν να ξεχνώ. Σαν να μην θέλω να θυμούμαι.
Κι ακούω ακόμα μια φυσαρμόνικα να παίζει τον πιο γνώριμο σκοπό.
Πόσα σημεία είδα και είπα πως έχουν κάτι από εσένα.
Κι απορούσαν κάποιοι που σε βλέπω παντού.
Σε λίγα γράμματα, σε δυό μουρέλα και μια χούφτα νότες.
Στη μυρωδιά του θυμαριού, στον ήχο του νερού που κυλά στον καταπώτη.
Στην βρύση της πλατείας και στα στενά του Κάραβου.
Στους ψαλμούς που ηχούν απ'τον Αφέντη και στις καφέ παντόφλες.
Θυμισές γνωστές μόνο σε λίγους μα είναι αβάσταχτες μαχαιριές.
Μα τούτο τον τόπο τον λάτρεψα γιατί βάδισες σ' αυτόν.
Με έκανες εσύ να αγαπήσω.
Μα αντίο δεν λέω. Και δεν θα πω.
Αντίο λές και λησμονάς.
Αντίο λες και φεύγεις.
Μα εσύ εδώ παντοτινά θα τριγυρνάς.
Θα κάθεσαι σιμά στη βρύση.
Θα χορεύεις πεντοζάλη με περίσσια λεβεντία.
Και θα δακρύζεις για να μην αποκαλύψεις την αγνή σου καρδιά.
Αντίο λένε και ξεχνούν.
Μα εγώ σε κουβαλάω.
Πάνω στο μπέτι ζωγραφιά
και γι' άστρα σου μιλάω.
Καλή αντάμωση θα πω και ξανά μαζί σου θα ρθω.
Θα ρθω να μάθω νέα σου και να σε σφίξω στην αγκαλιά μου.