Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια,
μα εγώ σαν χθες θυμάμαι
την τελευταία φορά που σε είδα.
Σαν μια στιγμή, παγωμένη στον χρόνο.
Και εγώ στο λέω,
δεν έφυγες.
Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Ήμαστε στην κουζίνα,
εσύ καθισμένος στην πλαστική καρέκλα,
και εγώ όρθια να στηρίζομαι στον πάγκο, χαζεύοντας στο κινητό -ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Κόκκινα μαλλιά φωτιά και το κομπλιμέντο σου.
Αδυνάτησα.
Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια,
μα εγώ σαν χθες θυμάμαι
το τελευταίο βράδυ που σε είδα.
Σαν μια στιγμή σφηνωμένη στο κεφάλι.
Και εγώ στο λέω.
Δεν έφυγες.
Ήμαστε στην τραπεζαρία,
στο σπίτι σου.
Εκεί που έβγαλα αμέτρητα καλοκαίρια.
Ανάμεσα στην κουζίνα και στο σαλόνι για τους μουσαφίρηδες.
Στην τραπεζαρία με τις ξύλινες αρχοντικές καρέκλες,
και το κιτρινισμένο ταβάνι απ' τα τσιγάρα.
Με την μαμά να λέτε κουβέντες σοβαρές και μη.
Και εγώ να καμαρώνω παραδίπλα.
Ή και να βαριέμαι.
Πέρασαν κιόλας τόσα καλοκαίρια,
τόσοι χειμώνες βαρείς .
Και ίσως να μην έχω πολλά να γράψω.
Γιατί ίσως να μην το πιστεύω.
Ίσως να παίζουν όλοι
ένα κακόγουστο και εκνευριστικό αστείο.
Δεν ξέρω γιατί το κάνουν.
Αλλά εσύ δεν έφυγες.
Εδώ είσαι.
Το ξέρω.
Και δεν έχω σκοπό ,
ούτε εγώ, ούτε κανείς,
να σε αφήσουμε να φύγεις έτσι εύκολα.
Γιατί ακόμα έχουν μείνει στην αποθήκη τόσα μπαλόνια!
Σε περιμένουν να τα φουσκώσεις!
Γιατί ακόμα έχουν μείνει στην αποθήκη τόσα τσιγάρα!
Σε περιμένουν να τα καπνίσεις!
Και οι ναργιλέδες ξεροσταλιάζουν σε μια γωνιά!
Πάνε κιόλας δέκα χρόνια.
Αλλά εσύ είσαι ακόμα εδώ.
Και εδώ θα μείνεις.
Ίσως να φταίει ,
που συνήθισα την απουσία,
πριν την ώρα της.
Ίσως να φταίει,
που δεν θέλω να δεχτώ τα γεγονότα.
Ίσως να φταίει,
που καιρό τώρα δεν σε έβλεπα,
μόνο μέσα από φωτογραφίες ή βιντεοκλήσεις.
Ίσως να φταίει,
που είμαι μακριά.
Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια,
μα εγώ σαν χθες θυμάμαι
την τελευταία φορά που σου είπα πόσο σ'αγαπώ
και πόσο μου λείπεις.
Σαν μια στιγμή, παγωμένη στον χρόνο.
Και εγώ στο λέω,
δεν έφυγες.
Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Ήμουν στο σπίτι και πήρα το ακουστικό στ' αυτί.
Έτρεξα στο δωμάτιο και στο ψιθύρισα να μην μ' ακούσει άλλος.
Και εσύ συγκινήθηκες κι αρχίσαμε να κλαίμε.
Είμαστε πρωταθλητές στο κλάμα.
Όλο το σόι.
Ευσυγκίνητοι και ρομαντικοί ίσως.
Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια απουσίας.
και πέρασαν δύο μέρες απουσίας,
αυτή τη φορά επίσημης.
Κι ας σε είδα στα λευκά τυλιγμένο.
Κι ας σε ακολούθησα στην τελευταία βόλτα με το φορτηγό.
Είσαι ακόμα εδώ.
Ακούς;
Και δεν έχω σκοπό ,
ούτε εγώ, ούτε κανείς μας ,
να σε αφήσουμε να φύγεις έτσι εύκολα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου