Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Εκεί [ekí] επίρρ. τοπ. δεικτ. I1α. αναφέρεται, σε αντιδιαστολή προς το εδώ, σε τόπο (θέση, σημείο, έκταση) που βρίσκεται μακριά από τον ομιλητή και προς τον οποίο δείχνει ή είχε αναφερθεί προηγουμένως, καθώς και στην ανάλογη κίνηση

Δες εκεί,
είναι η ακτή που πλησιάζει.
Υπομονή.
Μετρώντας βήματα,
μα μη σε σκιάζει η σιωπή,
η φυγή.

Δρόμος μακρύς,
χωρίς ελπίδα, πώς μπορείς να αμυνθείς;
Με άδεια χέρια, πώς μπορείς να εγγυηθείς,
πώς τόσος δρόμος είχε ουσία;
ελευθερία;

Πίσω γκρεμός,
μία πολιτεία μες στο σκότος
και καπνός.
Πόσες ζωές μείναν μισές,
και άλλες στο φως;
Πες μου πώς!
Πες μου ποιος!

Ποιός Θεός με αγαπάει;
με κρατάει ζωντανό;
Ποιός κρατούσε μονοπάτι ανοιχτό;
Φουρτουνιασμένες θάλασσες και όμως εγώ,
είμαι εδώ.

Με δυο πατρίδες αγκαλιά, νέα ζωή.
Δύο αναμνήσεις , μην ξεχνώ ποια η αρχή.
Από το χτες στο σήμερα, με δυο παπούτσια δανεικά,
δύο λόγια μάνας, φυλαχτά.
Ανοίγω δρόμο για μακριά.

Παραδομένος στη σιωπή,
αυτό το πώς και το γιατί.
Αφήνω πίσω όλα αυτά,
που' ταν για μένανε ζωή.

Και απ' το μηδέν κι αν ξεκινώ,
έχω το πείσμα σύμμαχο.
Ό,τι κι αν τύχει εγώ ξανά
θα γεννηθώ απ' τη φωτιά.