Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Ριζίτικο

Είναι φορές που ξεχνώ την απουσία.
Και θαρρώ πως σε βλέπω πάλι.
Με λευκή φανέλα στο γαλάζιο φόντο της απέραντης θάλασσας και των ψηλών λόφων.
Κάπου ανάμεσα στο Κόλεκτο και το Κακόν Όρος -που κακό ποτέ δεν ήταν-.
Στην πλαστική καρέκλα να μετράς θύματα
-μωσαικό στη σίτα από φτερά-
μύγες που βρήκαν το τέλος με μια βροντερή χεριά και ένα αναθεμάτισμα.
Σαν να ξεχνώ. Σαν να μην θέλω να θυμούμαι.
Κι ακούω ακόμα μια φυσαρμόνικα να παίζει τον πιο γνώριμο σκοπό.
Πόσα σημεία είδα και είπα πως έχουν κάτι από εσένα.
Κι απορούσαν κάποιοι που σε βλέπω παντού.
Σε λίγα γράμματα, σε δυό μουρέλα και μια χούφτα νότες.
Στη μυρωδιά του θυμαριού, στον ήχο του νερού που κυλά στον καταπώτη.
Στην βρύση της πλατείας και στα στενά του Κάραβου.
Στους ψαλμούς που ηχούν απ'τον Αφέντη και στις καφέ παντόφλες.
Θυμισές γνωστές μόνο σε λίγους μα είναι αβάσταχτες μαχαιριές.
Μα τούτο τον τόπο τον λάτρεψα γιατί βάδισες σ' αυτόν.
Με έκανες εσύ να αγαπήσω.
Μα αντίο δεν λέω. Και δεν θα πω.
Αντίο λές και λησμονάς.
Αντίο λες και φεύγεις.
Μα εσύ εδώ παντοτινά θα τριγυρνάς.
Θα κάθεσαι σιμά στη βρύση.
Θα χορεύεις πεντοζάλη με περίσσια λεβεντία.
Και θα δακρύζεις για να μην αποκαλύψεις την αγνή σου καρδιά.
Αντίο λένε και ξεχνούν.
Μα εγώ σε κουβαλάω.
Πάνω στο μπέτι ζωγραφιά
και γι' άστρα σου μιλάω.

Καλή αντάμωση θα πω και ξανά μαζί σου θα ρθω.
Θα ρθω να μάθω νέα σου και να σε σφίξω στην αγκαλιά μου.

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018

ONCE


Once.
Once upon a time I could control myself.

Once upon a time I could lose myself.


Pearl Jam. 1991
Album: Ten.
Το ξέρεις;
Άκου  το.
https://www.youtube.com/watch?v=JqYIwJDsinM

Καιρό έμεινα βουβή.
Καιρό δεν έβγαλα άχνα.
Ούτε που καταλάβαινες ότι υπήρχα στο χώρο.
Όχι γιατί δεν φαίνομαι.
Αλλά γιατί φοβόμουν να φανερωθώ.
Προσπαθούσα όμως να με βρώ, να ‘μαι σίγουρη για το πώς θα παρουσιαστώ.
Και – τι χαζή- έλεγα πρέπει να καταλήξω σε έναν εαυτό.
-Άκου το-
Ονειρευόμουν την ανακάλυψη
 και εγκαθίδρυση της εσωτερικής γαλήνης
 μέσω μιας ταυτότητας.
Λες και είμαι ένα σώμα , 
ένα μυαλό.
Και –τι χαζή-
 έλεγα είναι  εύκολο. 
Το έκανα άρα το ξέρω.
Και  προσπάθησα,
 δεν είναι αυτό το πρόβλημα.
Μα άργησα να καταλάβω πως κανείς δεν είναι ένας.
Πως πολλοί είμαστε πολλοί.
Λίγοι είναι ένας. 
Και αυτούς τους λέω βαρετούς.
Σκληρό. 
Μα βαρετή προσπαθούσα να με πείσω πως είμαι.
Μπουκάι , εξερεύνηση , περίπατοι με μουσική στα αυτιά και σκέψεις που τρυπούν βαθιά μέχρι να βρουν πηγαίο νερό να ξεχυθεί σαν χείμαρρος.
-Άκου το-
Νερό κυλάει κατά μήκος και κάπου στο βάθος δυο στιχάκια βαριά, νταλκαδιασμένα.
Στολισμένα με λύρα και δάκρυ.
Και τότε κάτι άρχισε να κλειδώνει.
Λίγο η φύση του, 
λίγο ο τόπος του
και οι σκέψεις του.
Μα προσπαθούσα να κρυφτώ για να με βρω 
και καθόλου δεν σκέφτηκα πόσο λάθος κάνω.
Μα μου το αναγνωρίζω.
Ήμουν λάθος.
Προσαρμοσμένα θέλω , πρέπει και μη.
Μη και φανώ.
Μη και δεν αντέξω τη λάμψη τη δική μου.
Μη και είναι πολλή.
Μα κυρίως μη και είναι λίγη.
Μα πόσο με νοιάζει;
Μα πόσο σε νοιάζει;
Λάμψε εσύ. 
Λάμπω και εγώ τώρα πια και ας  πάει όπου πάει.